- σφαιροπαίκτης
- σφαιρο-παίκτης, ὁ, Ballspieler
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σφαιροπαίκτης — ὁ, Α σφαιριστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + παίκτης (< παίζω), πρβλ. οργανο παίκτης] … Dictionary of Greek
σφαίρα — Γεωμετρικό σώμα, η επιφάνεια του οποίου είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο. Ακτίνα είναι η σταθερή απόσταση του κέντρου από οποιοδήποτε σημείο της σφαιρικής επιφάνειας· χορδή, ένα τμήμα που έχει τα… … Dictionary of Greek
σφαιροπαικτώ — έω, Α [σφαιροπαίκτης] παίζω με σφαίρες … Dictionary of Greek